- άμικτος
- -η, -ο (Α ἄμικτος, -ον)1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον2. αμιγής, καθαρόςαρχ.1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος3. αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική μίξη4. (για τόπο) α) απολίτιστοςβ) αφιλόξενος5. το ουδ. ως ουσ. τό ἄμικτον έλλειψη επικοινωνίας, ακοινωνησία6. φρ. «ἄμικτος βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν αρμονία«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», αρνούμαι να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην κοινωνία τους7. επίρρ. ἀμίκτως και ἄμικταχωρίς ανάμιξη, άσμιχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μικτός < ἐμίγην, μείγνυμι.ΠΑΡ. αρχ. ἀμιξία].
Dictionary of Greek. 2013.